tend$82201$ - translation to ελληνικό
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

tend$82201$ - translation to ελληνικό

WIKIMEDIA DISAMBIGUATION PAGE
Tend (disambiguation)

tend      
v. φυλάσσω, φυλάττω, περιποιούμαι, ρέπω, φροντίζω, κλίνω, τείνω, συντελώ

Ορισμός

Tend
·vt To make a tender of; to offer or tender.
II. Tend ·vt To be attentive to; to note carefully; to attend to.
III. Tend ·adj To move in a certain direction;
- usually with to or towards.
IV. Tend ·vi To Await; to Expect.
V. Tend ·vi To wait, as attendants or servants; to Serve; to Attend;
- with on or upon.
VI. Tend ·vt To accompany as an assistant or protector; to care for the wants of; to look after; to Watch; to Guard; as, shepherds tend their flocks.
VII. Tend ·adj To be directed, as to any end, object, or purpose; to Aim; to have or give a leaning; to exert activity or influence; to serve as a means; to Contribute; as, our petitions, if granted, might tend to our destruction.

Βικιπαίδεια

Tend

Tend may refer to:

  • Bartend, to serve beverages behind a bar
  • Tend and befriend, a behavioural pattern exhibited by human beings and some animal species when under threat
  • Tending, or looking after trees, a part of silviculture